Ανταποκρίθηκα με χαρά στην πρόταση του σχολείο σας να σας μιλήσω για την Απελευθέρωση της Ξάνθης, όχι μόνο επειδή τυχαίνει να είμαι ξανθιώτης αλλά κυρίως γιατί η πρόσκληση προέρχονταν από ένα εκπαιδευτικό ίδρυμα πολύ υψηλού επιπέδου, που πιστεύω ότι εδώ στην ακριτική Θράκη προσφέρει μεγάλο μορφωτικό, κοινωνικό και εν τέλει εθνικό έργο.
Σκέφτηκα να κάνω την ομιλία μου αυτή πιο ξεκούραστη μέσα από μερικά δημοσιογραφικά ερωτήματα και τις αντίστοιχες απαντήσεις. Και πρώτα πρώτα τι απαντάει κανείς στο ερώτημα ¨Πόσο δύσκολη υπόθεση ήταν η Απελευθέρωση της Ξάνθης;¨
Το να γίνει η Ξάνθη ελληνική, ούτε εύκολη υπόθεση ήταν, ούτε χωρίς θυσίες επιτεύχθηκε, ούτε μας την χρώσταγε κανείς. Αντιθέτως, ο αγώνας της Ελλάδας για την Ξάνθη (και την Μακεδονία, την Ήπειρο και την Θράκη γενικότερα), ήταν σκληρός και αμφίρροπος, κράτησε πολλά χρόνια και διεξήχθη τόσο στα πολεμικά πεδία όσο και στα διπλωματικά παρασκήνια. Και ήταν τέτοιας φύσεως αγώνας, ακριβώς επειδή τον ίδιο στόχο για τις περιοχές αυτές είχαν η Βουλγαρία, η Τουρκία και βέβαια οι ξένες δυνάμεις που δούλευαν από πίσω τους για δικό τους λογαριασμό.
Ερώτημα δεύτερο: Τι επιδίωκαν οι χώρες αυτές;
Επιδίωκαν με κάθε τρόπο να καταλάβουν την περιοχή γιατί αυτό θα ενίσχυε την στρατηγική τους θέση. Ειδικά η Βουλγαρία ήθελε να αποκτήσει δική της έξοδο στο Αιγαίο και την Μεσόγειο, πράγμα που είναι μια μόνιμη επιδίωξη των σλαβικών λαών και των λαών της κεντρικής Ευρώπης. Η Τουρκία από την πλευρά της υπερασπιζόταν τα εδάφη της στα οποία βρισκόταν επί 5 αιώνες, ενώ η Ελλάδα αναζητούσε επέκταση του ζωτικού της χώρου, εκεί όπου υπήρχαν συμπαγείς ελληνικοί πληθυσμοί. Συνεπώς τα πράγματα ήταν πολύ δύσκολα και πολύ επικίνδυνα.
Ερώτημα τρίτο: Τι προηγήθηκε από την Απελευθέρωση της Ξάνθης;
Προηγήθηκαν μεγάλα πολεμικά και διπλωματικά γεγονότα. Πρώτα πρώτα οι Βαλκανικοί Πόλεμοι του 12-13, έπειτα ο 1ος Παγκόσμιος Πόλεμος. Ο χάρτης της περιοχής άλλαξε πολλές φορές μορφή, κι όλα αυτά έγιναν με τεράστιο τίμημα σε ανθρώπινες ζωές, αγριότητες, προσφυγιές και καταστροφές. Φανταστείτε τώρα, ότι τον Ιούλιο του 1913 η περιοχή έγινε για λίγο Ελληνική μετά (για τρείς περίπου μήνες) αυτόνομη υπό τουρκική διοίκηση, έπειτα Βουλγαρική μέχρι το 1918, μετά Συμμαχική υπό γαλλική διοίκηση, έπειτα, το 1919 πάλι Ελληνική, κατόπιν το 1941 πάλι Βουλγάρική και τέλος από το 1944 κι έπειτα, ξανά Ελληνική. Για να συμβούν όλα αυτά, χρειάστηκε να δημιουργηθούν και να διαλυθούν συμμαχίες, οι εχθροί να γίνουν φίλοι και οι φίλοι εχθροί όπως συνέβη μεταξύ Ελλάδας, Βουλγαρίας και Τουρκίας.
Αυτό ακριβώς δείχνει πόσο ρευστά είναι τα πράγματα στις σχέσεις και τα συμφέροντα των λαών και πόσο δεν πρέπει να επαναπαυόμαστε
Ερώτημα τέταρτο. Υπάρχει μια σύγχυση στις ημερομηνίες επειδή τα γεγονότα εκείνης της περιόδου είναι πολύ πυκνά. Ποια εκδοχή είναι σωστότερη ως προς την ημερομηνία της Απελευθέρωσης;
Η Ξάνθη που άλλαξε όπως είπαμε τόσες φορές χέρια, καταλήφθηκε από τον Ελληνικό Στρατό όχι μία αλλά δύο φορές. Μία το 1913 και μία το 1919. Το 1913 ολόκληρη η Θράκη που ήταν πριν Τουρκική, καταλήφθηκε από τον Ελληνικό Στρατό, αλλά τελικά παραχωρήθηκε με διεθνή συνθήκη στην Βουλγαρία. Το 1918 τέθηκε υπό διασυμμαχικό έλεγχο, με γαλλική στρατιωτική διοίκηση. Το 1919 στις 4 Οκτωβρίου, η περιοχή μεταξύ Ξάνθης, Ιάσμου και Πόρτο Λάγος δόθηκε στην Ελλάδα. Προσέξτε μια λεπτομέρεια: Ολόκληρη η Δυτ. Θράκη μέχρι τον Έβρο, αποδόθηκε στην Ελλάδα τον Μάη του 1920.
Όταν εμείς είμαστε παιδιά, είχε προκύψει το πρόβλημα, σε ποια από τις τρείς ημερομηνίες θα έπρεπε να γιορτάζεται η επέτειος της Απελευθέρωσης της Ξάνθης. Εκείνη του 1913, την άλλη του 1919 ή του 1920 οπότε απελευθερώθηκε ολόκληρη η Θράκη; Τελικά ο Στέφανος Ιωαννίδης, ένας αξιόλογος ντόπιος μελετητής που βρήκε τα ιστορικά στοιχεία, πρότεινε την 4η Οκτωβρίου 1919. Κι αυτό ήταν το σωστό.
Ερώτημα πέμπτο: Οι Τούρκοι πώς αντέδρασαν;
Οι Τούρκοι, μάλλον οι Οθωμανοί είναι καλλίτερο να λέμε διότι τότε υπήρχε ακόμα η Οθωμανική Αυτοκρατορία, ήταν ο μεγάλος χαμένος των Βαλκανικών Πολέμων και στην συνέχεια του 1ου Παγκοσμίου Πολέμου όπου ήταν σύμμαχος της ηττημένης Γερμανίας. Η δεινή θέση της δεν της επέτρεπε να κάνει πολλά. Ωστόσο πρέπει να πούμε χάριν της αλήθειας ότι ο στρατός της πολέμησε γενναία Κι ακόμα πρέπει να αναφερθεί ένα χαρακτηριστικό γεγονός: Στα μέσα του 1913 όταν η Θράκη επρόκειτο να δοθεί στην Βουλγαρία, υπήρξε μια τοπική τουρκική αυτονομιστική κίνηση η οποία δεν πέτυχε τους σκοπούς της αλλά έχει καταγραφεί ως ένα σημαντικό πολιτικό γεγονός από τους Τούρκους ιστορικούς.
Ερώτημα έκτο: Τελικά όλες αυτές οι επέτειοι χρειάζονται ή είναι κάτι ξεπερασμένο;
Κάποιοι πράγματι θεωρούν τις εθνικές ή τοπικές επετείους άχρηστες και ξεπερασμένες.
Αυτές λοιπόν οι επέτειοι εθνικής μνήμης όπως η Απελευθέρωση της Ξάνθης, είναι αξεπέραστες και επίκαιρες γιατί μας θυμίζουν τις μεγάλες στιγμές του Έθνους μας. Είναι επίσης ανεκτίμητες διότι στις δύσκολες εποχές που περνάμε μας εμψυχώνουν και μας μαθαίνουν κάτι πολύ σημαντικό: Ότι δηλαδή, τίποτα δεν χαρίζεται σε κανέναν άνθρωπο και σε κανέναν λαό αν αυτός δεν δουλέψει σκληρά, δεν μορφωθεί σωστά και δεν αγωνιστεί για το δίκιο του.
Ήταν ευτύχημα ότι εκείνη την εποχή στο τιμόνι της μικρής Ελλάδας βρισκόταν ένας μεγάλος ένας χαρισματικός ηγέτης, ο Ελευθέριος Βενιζέλος από τα Χανιά. Η πολιτική διορατικότητα και το ηγετικό ταλέντο αυτού του ανθρώπου έκαναν τότε την Ελλάδα μεγάλη.
Ο Βενιζέλος χειρίστηκε με τέτοια επιδεξιότητα τις τότε διεθνείς πολιτικές καταστάσεις που έφερε την Ελλάδα από την Λάρισα όπου ήταν τα σύνορά της το 1912, στον Έβρο, στο Αιγαίο και την Κρήτη, το 1913. Δηλαδή μέσα σε λιγότερο από ένα χρόνο.
Ερώτημα έβδομο: Στους Βαλκανικούς Πολέμους ο Ελληνικός Στρατός έφτασε νικηφόρος μέχρι τον Έβρο. Η κατάληψη της Ξάνθης μοιάζει να έγινε θα έλεγε κανείς από κεκτημένη ταχύτητα.
Δεν είναι έτσι. Ο Ελληνικός Στρατός σημείωσε τότε αλλεπάλληλες πολεμικές νίκες και η κατάληψη της Θράκης είναι αποτέλεσμα επιτυχημένων στρατιωτικών και πολιτικών χειρισμών. Αλλά το σπουδαίο σε έναν πόλεμο δεν είναι μόνο να νικήσεις, αλλά να μπορέσεις να κρατήσεις τα λάφυρα σου. Η Ελλάδα το πέτυχε επειδή ο Βενιζέλος είχε εντάξει την Ελλάδα στην συμμαχία των Αγγλο-Γάλλων. Αν δεν το είχε κάνει, αλλά είμαστε όπως η Τουρκία και η Βουλγαρία με το μέρος των Γερμανών που νικήθηκαν, τότε πολύ αμφιβάλω αν θα βρισκόμαστε σήμερα σε αυτή την εκδήλωση. Σκεφτείτε ότι η Βουλγαρία μέχρι το 1919 έχασε ότι κέρδισε στους Βαλκανικούς Πολέμους. Σε ένα βαθμό το ίδιο υπέστη και η Οθωμανική Αυτοκρατορία που δεν άργησε να διαλυθεί κάτω από το βάρος της ήττας στους Βαλκανικούς Πολέμους και στον 1ο Παγκόσμιο Πόλεμο.
Σήμερα λοιπόν αυτό το επίτευγμα της Ελλάδας μπορεί να φαντάζει σαν κάτι το πολύ φυσικό, το πολύ εύκολο. Δεν ήταν. Ποιος τολμούσε να φανταστεί εκείνη την εποχή ότι η μικροσκοπική Ελλάδα των 2500000 κατοίκων θα απλωνόταν ποτέ στην Μακεδονία κι από κει στην Ήπειρο, την Ξάνθη, την Κομοτηνή την Αλεξανδρούπολη, το Αιγαίο και την Κρήτη; Κανείς. Ίσως μόνο ο οραματικός Βενιζέλος και οι συνεργάτες του.
Ερώτημα όγδοο: Τι έγινε μόλις απελευθερώθηκε η Ξάνθη; Ποιους πρέπει να ευγνωμονούμε για την ελληνοποίηση της πόλης μας;
Ο Ελ. Βενιζέλος, μόλις κατελήφθη η Ξάνθη το 1919, έσπευσε αμέσως να την οργανώσει διοικητικά, να την κάνει μέρος της Ελλάδας. Έφτιαξε από το μηδέν τις δημόσιες υπηρεσίες που ήταν στα χέρια των Βουλγάρων, ψήφισε νόμους, φρόντισε για τρόφιμα και είδη πρώτης ανάγκης, στέγασε τους πρόσφυγες, έφερε το ελληνικό νόμισμα, έδωσε δάνεια στους επαγγελματίες, βρήκε χώρους για σχολεία, προστάτεψε τις εκκλησίες, τις συναγωγές και τα τζαμιά, παραχώρησε την ελληνική ιθαγένεια σε όσους Χριστιανούς, Μουσουλμάνους και Εβραίους την δικαιούνταν, κράτησε στην θέση του τον τούρκο δήμαρχο της Ξάνθης, έναν σοφό και ήπιο ευπατρίδη που λεγόταν Ταχήρ Εφέντης, εξασφάλισε την τάξη και την ασφάλεια της περιοχής και γενικά επέβαλε ίση μεταχείριση και έδωσε μέσα διαβίωσης προς όλους, ώστε να αρχίσει να λειτουργεί κανονικά το κράτος και να έχουν εμπιστοσύνη οι πολίτες στα καινούργια αφεντικά, τους Έλληνες. Για τον σκοπό αυτό διάλεξε και έφερε στην Ξάνθη τους άριστους, τα καλλίτερα μυαλά της εποχής του – σ αυτό είχε επίσης ταλέντο ο Ελ. Βενιζέλος- που ανοικοδόμησαν αξιοθαύμαστα και ταχύτατα μια ρημαγμένη από τους πολέμους περιοχή. Παραθέτω ενδεικτικά τα ονόματα του Χαρίσιου Βαμβακά, του Κώστα Γεραγά και του Αχιλλέα Καλεύρα σαν φόρο τιμής στην προσφορά τους προς αυτή την πόλη. Αναζητήστε τους αν σας ενδιαφέρει στο Google και θα μάθετε γι αυτούς. Μαζί τους ο Βενιζέλος έστειλε τότε στην Ξάνθη κι έναν συμπατριώτη του κρητικό που συντόνισε με επιτυχία αφ ενός τον εφοδιασμό της πόλης με τρόφιμα και αφ ετέρου την αποκατάσταση των προσφύγων που είχε δημιουργήσει ο πόλεμος. Αυτόν σίγουρα τον ξέρετε. Ήταν ο κατόπιν μεγάλος, παγκοσμίου φήμης συγγραφέας Νίκος Καζαντζάκης που έμεινε αρκετούς μήνες τότε στην Ξάνθη..
Ερώτημα ένατο και τελευταίο: Ποιο είναι το μήνυμα σα απ αυτή την ιστορική έρευνα σχετικά με την Απελευθέρωση της Ξάνθης;
Νομίζω ότι η τακτική της σύνεσης, της συνεργασίας και της αμοιβαίου σεβασμού που οραματίστηκε για τους όλους τους έλληνες πολίτες ανεξαρτήτως θρησκείας ο Ελευθέριος Βενιζέλος, κυριαρχούσε ανέκαθεν , στις σχέσεις των Ελλήνων χριστιανών και των ελλήνων μουσουλμάνων της Ξάνθης. Δυστυχώς οι Έλληνες Εβραίοι της Ξάνθης που ήταν πάρα πολλοί πριν τον 2ο Παγκόσμιο πόλεμο, είχαν χαθεί στο τραγικό Ολοκαύτωμα και αργότερα, μόνο δύο παιδιά, δύο αδέλφια είχαν απομείνει ανάμεσα στους συμμαθητές μας στο τρίτο σχολείο που πήγαινα εγώ. Η Ξάνθη ήταν πάντοτε μια ειρηνική πολυεθνική και πολυθρησκευτική πόλη που ευημερούσε χάρη στην αλληλοκατανόηση των κατοίκων της και τον καπνό. Ύστερα όμως, κυρίως επί των στρατιωτικών κυβερνήσεων της Ελλάδας και της Τουρκίας, τα πράγματα άλλαξαν. Το κλίμα βάρυνε.
Με λυπεί να βλέπω ότι εκείνο το ευγενικό πνεύμα της ισονομίας, της αμοιβαίας εκτίμησης και της καλοσύνης των παλιών Ξανθιωτών μεταξύ τους, κινδυνεύει στις μέρες μας κάτω από βάρος της ύποπτης οξύτητας και των επικίνδυνων φανατισμών που καλλιεργούν κάποιοι ανεγκέφαλοι. Ελπίζω αυτό να μην συνεχιστεί, διότι δεν θα βγάλει τίποτα καλό.
Σαν επίλογο θα ήθελα να προσθέσω τα εξής:
Η Ξάνθη γιορτάζει αύριο την 92η επέτειο της 4ης Οκτωβρίου 1919. Όλα όσα είπαμε οδηγούν νομίζω στο συμπέρασμα ότι αυτή η επέτειος όχι απλώς δεν είναι μια ξεπερασμένη επανάληψη όπως λένε κάποιοι, αλλά αποτελεί χρέος και τιμή και καθήκον η αναφορά και ο σεβασμός μας σε αυτήν. Σας εύχομαι χρόνια πολλά και καλή πρόοδο. Ευχαριστώ που με ακούσατε.
ΧΡΙΣΤΟΣ Κ. ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ